Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιράρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιράρω [viráro] Ρ6α : (ναυτ.) σύρω, τραβώ, κυρίως για άγκυρες ή για διάφορα βάρη.

[βεν. virar `τραβάω΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες