Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιράρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιράρισμα το [virárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βιράρω.

[βιραρισ- (βιράρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες