Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιοτεχνία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιοτεχνία η [viotexnía] Ο25 : 1. κλάδος της παραγωγής, ο οποίος, με τη χρήση εργατικής δύναμης, εργαλείων και απλών μηχανών κατεργάζεται και μεταποιεί πρώτες ύλες με στόχο την παραγωγή αγαθών: ~ υποδημάτων / ιματισμού / επίπλων. 2. μονάδα βιοτεχνικής παραγωγής, εργοστάσιο: Εργάζεται σε μια ~.

[λόγ. < γαλλ. biotechnie < bio- = βιο- + αρχ. τέχν(η) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go