Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιοπαλαιστής ο [viopalestís] Ο7 : αυτός που με κοπιαστική εργασία εξασφαλίζει την υλική επιβίωσή του: H οικονομική κρίση χτυπάει ιδιαίτερα τους φτωχούς βιοπαλαιστές.
[λόγ. βιο- + παλαιστής μτφρδ. γαλλ. struggle for lifeur (κωμική μίμηση των αγγλ.) ή μέσω της αγγλ. απόδ. struggle-for-lifer (επίσης κωμικό, ύφος της πιάτσας)]



