Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιοπαλαιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιοπαλαιστής ο [viopalestís] Ο7 : αυτός που με κοπιαστική εργασία εξασφαλίζει την υλική επιβίωσή του: H οικονομική κρίση χτυπάει ιδιαίτερα τους φτωχούς βιοπαλαιστές.

[λόγ. βιο- + παλαιστής μτφρδ. γαλλ. struggle for lifeur (κωμική μίμηση των αγγλ.) ή μέσω της αγγλ. απόδ. struggle-for-lifer (επίσης κωμικό, ύφος της πιάτσας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες