Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιομηχανοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιομηχανοποιώ [viomixanopió] -ούμαι Ρ10.9 : εφαρμόζω βιομηχανικές μεθόδους παραγωγής: Bιομηχανοποιημένα προϊόντα. Bιομηχανοποιημένοι κλάδοι της οικονομίας.

[λόγ. βιομηχαν(ία) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. industrialiser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go