Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιλλ
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
βιλλάναινα η.
  • Χωριάτισσα (υβριστ.):
    • στεφάνια … έβαλεν η βιλλάναινα (Γεωργηλ., Θαν. 429).

[<ουσ. βιλλάνος (12. αι., LBG) + κατάλ. αινα. Η λ. στο Du Cange App. (βιλάνε‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
βιλλάτος, επίθ.
  • Που έχει μεγάλο γεννητικό μόριο:
    • (Σπανός D 176).

[<μτγν. ουσ. βίλλος + κατάλ. άτος]

[Λεξικό Κριαρά]
βιλλήθρα η.
  • Αιδοίο:
    • γραίας βιλλήθραν (Σπανός A 464).

[<μτγν. ουσ. βίλλος + κατάλ. ήθρα. Πβ. σημερ. ιδιωμ. βίλληθρος (ΙΛ)]

[Λεξικό Κριαρά]
βίλλος ο.
  • Το ανδρικό γεννητικό μόριο:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 9239).

[μτγν. ουσ. βίλλος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go