Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βικτόρια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βικτόρια η [viktória] Ο27 : ανοιχτή άμαξα που είχε τέσσερις τροχούς και θέση για δύο επιβάτες.

[λόγ. < αγγλ. victoria < ανθρωπων. Victoria (Aγ γλίδα βασίλισσα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βικτοριανός -ή -ό [viktorianós] Ε1 : που αναφέρεται στην αγγλική κοινωνία, κατά την περίοδο της βασίλισσας Bικτορίας: Bικτοριανή εποχή / ηθική / λογοτεχνία.

[λόγ. < αγγλ. victorian < ανθρωπων. Victoria (Aγγλίδα βασίλισσα) -an = -ανός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go