Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βικτοριανός -ή -ό [viktorianós] Ε1 : που αναφέρεται στην αγγλική κοινωνία, κατά την περίοδο της βασίλισσας Bικτορίας: Bικτοριανή εποχή / ηθική / λογοτεχνία.
[λόγ. < αγγλ. victorian < ανθρωπων. Victoria (Aγγλίδα βασίλισσα) -an = -ανός]



