Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιζόν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιζόν το [vizón] Ο (άκλ.) : 1. μικρόσωμο ζώο, συγγενικό προς το κουνάβι, με γυαλιστερό, πολύτιμο τρίχωμα. 2. η γούνα από το ζώο αυτό: Φοράει ένα πανάκριβο ~. || (ως επίθ.): Γούνα ~.

[λόγ. < γαλλ. vison (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go