Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιζιτού
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιζιτού η [vizitú] Ο37 : (λαϊκ.) η πόρνη.

[βίζιτ(α) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες