Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιαστικά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βιαστικά, επίρρ.
  • Με σπουδή, γρήγορα:
    • εδράμαν βιαστικά (Θρ. Κύπρ. 193).

[<επίθ. βιαστικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go