Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιαιοπραγώ [vieopraγó] Ρ10.9α : μεταχειρίζομαι φυσική βία εναντίον κάποιου. || επιτίθεμαι βίαια, προξενώ σωματικές κακώσεις: Tον συνέλαβαν, γιατί βιαιοπράγησε κατά της πεθεράς του.
[λόγ. βιαί(ως) -ο- + αρχ. -πραγῶ (θ. συγγ. του ρ. πράττω), κατά το αρχ. κακοπραγῶ, ελνστ. ἀδικοπραγῶ]