Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιαίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βιαίως, επίρρ.
  • 1)
    • α) Με τρόπο βίαιο και σκληρό:
      • Δένουσι χείρας όπισθεν βιαίως και των δύο (Φλώρ. 1735
    • β) με τρόπο σκαιό, απότομα:
      • ο ρηξ δ’ αυτήν αμείβεται βιαίως και δυσήχως (Πρέσβ. ιππ. 190).
  • 2) Ορμητικά και γρήγορα:
    • βιαίως εφέροντο υπ’ αυτού (ενν. του βορέως) αι νήαι (Δούκ. 3358).
  • 3) Δύσκολα:
    • βιαίως αναπνέον (Ιερακοσ. 43411).
  • 4) Βιαστικά:
    • πηγαίνομεν καλώς, μετά σπουδής, βιαίως (Διγ. Α 2592).

[αρχ. επίρρ. βιαίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες