Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βημόθυρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βημόθυρα η.
  • (Εκκλ.) η μεσαία πόρτα του ιερού, η ωραία πύλη:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1097).

[<ουσ. βημόθυρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες