Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βηματισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βηματισμός ο [vimatizmós] Ο17 : το βάδισμα και ο τρόπος βαδίσματος: ~ παρελάσεως. Στρατιωτικός ~.

[λόγ. βηματισ- (βηματίζω) -μός (πρβ. μσν. βηματισμός `μέτρηση με βήματα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go