Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βερνικώνω [vernikóno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω μια επιφάνεια με βερνίκι. ΦΡ κέρατο βερνικωμένο, για άνθρωπο δύστροπο, σκληρό, αντιπαθή.
[βερνίκ(ι) -ώνω]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[βερνίκ(ι) -ώνω]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |