Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βερνίκωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βερνίκωμα το [verníkoma] Ο49 : η επίστρωση μιας επιφάνειας με βερνίκι.

[βερνικώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες