Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βερεσές
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βερεσές ο.
  • Χρέος του αγοραστή που οφείλεται σε πίστωση του εμπόρου·
    • φρ. παίρνω βερεσέ (όπου η λ. στην αιτιατ. σε επιρρ. χρ.) = αγοράζω «επί πιστώσει»:
      • (Συναδ. φ. 170v).

[<τουρκ. veresiye. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go