Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βενζόη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βενζόη η [venzói] Ο30 : ρητινώδες έκκριμα δέντρου, το οξύ του οποίου χρησιμοποιείται ως συντηρητικό, αντισηπτικό, στη βιομηχανία των χρωμάτων κτλ.

[λόγ. < νλατ. benzo(e) (ορθογρ. δαν.) < μσνλατ. benzoe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες