Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βενζινάροτρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βενζινάροτρο το [venzinárotro] Ο41 : άροτρο που κινείται με βενζινομηχανή.

[λόγ. βενζιν(ο)- + άροτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες