Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βελόνη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βελόνη η.
  • 1) Βελόνα:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 56015).
  • 2) Μαγνητική βελόνα:
    • (Πουλολ. 541 κριτ. υπ).

[αρχ. ουσ. βελόνη. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go