Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βελουτέ [veluté] Ε (άκλ.) : ιδίως για ύφασμα, που είναι μαλακό, που έχει την υφή του βελούδου, που μοιάζει με βελούδο: H φούστα δεν είναι ακριβώς βελούδο, είναι ~. || (ως ουσ.) το βελουτέ.
[λόγ. < γαλλ. velouté]



