Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βελονιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελονιάζω [velonázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (προφ.) ράβω αραιά και πρόχειρα· τρυπώνω. 2. περνώ την κλωστή από την τρύπα της βελόνας: Δε βλέπει να βελονιάσει την κλωστή. 3. περνώ κτ. σε νήμα με μια βελόνα· αρμαθιάζω: ~ τα φύλλα του καπνού.

[βελόν(α) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go