Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βεληνεκές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βεληνεκές το [velinekés] Ο (βλ. Ε10) : 1. η απόσταση που διανύει ένα βλήμα από το σημείο που εκσφενδονίζεται, ως το σημείο πτώσης: Πύραυλοι μικρού / μέσου / μεγάλου βεληνεκούς. 2. (μτφ.) η εμβέλεια, το εύρος επιρροής, η απήχηση: Οι απόψεις του έχουν περιορισμένο ~.

[λόγ. βέλ(ος) + αρχ. -ηνεκές < θ. του ἐνεγκεῖν `φέρνω΄, κατά το αρχ. δουρηνεκές `έκταση της βολής του δόρατος΄ μτφρδ. γαλλ. portée, à la portée du trait]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go