Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βελάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελάζω [velázo] Ρ2.2α : (για πρόβατα και κατσίκες) βγάζω φωνή: Tα πρόβατα έβγαιναν από τη στάνη βελάζοντας.

[μσν. βελάζω < ελνστ. ή αρχ. *βελ(ῶ) (πρβ. ελλην. διαλεκτ. νότιας Ιταλίας βελώ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. βελασ- (ηχομιμ., προφ. [be-] ), σύγκρ. αρχ. βληχή (προφ. [blε:] ) για τη φωνή των προβάτων]

[Λεξικό Κριαρά]
βελάζω.
  • Βελάζω·
    • (εδώ) βρυχιέμαι, μουγγρίζω (πβ. Καραν., λ. djω 1):
      • το λιοντάρι τ’ άγριον στα δάση όταν βελάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [211]).

[λ. ηχοπ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go