Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βελάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βελάδα η [veláδa] Ο26 : (παρωχ., οικ.) είδος επίσημου ανδρικού πανωφοριού· ρεντικότα· (πρβ. φράκο). || ειρωνικά, για υπερβολικά επίσημη ανδρική εμφάνιση.

[βεν. velada]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες