Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βεζίρης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βεζίρης ο [vezíris] Ο11 : ανώτατος Tούρκος αξιωματούχος της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας.

[μσν. βεζίρης < τουρκ. vezir -ης < αραβ. wazīr]

[Λεξικό Κριαρά]
βεζίρης ο· βιζίρης.
  • Ανώτατος Οθωμανός κρατικός λειτουργός με διοικητική και στρατιωτική εξουσία, πρωθυπουργός:
    • (Δούκ. 3730), (Έκθ. χρον. 88
    • εμίλησε ο Αλή πασάς, οπού ήτονε πρώτος βιζίρης του σουλτάν Μεχεμέτη (Χρον. σουλτ. 876).

[<τουρκ. vezîr. Η λ. στο LBG, στο Meursius (βεζηρίδες) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go