Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βεβαιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βεβαιώνω [veveóno] -ομαι Ρ1 : 1α. διαβεβαιώνω κπ. για κτ.: Θέλω να σας βεβαιώσω για την ειλικρίνεια των αισθημάτων μου. Σε ~ πως αυτή είναι η αλήθεια. β. επιβεβαιώνω κτ.: Ο μάρτυρας βεβαίωσε τις καταγγελίες. γ. πιστοποιώ κτ.: Ο γιατρός βεβαίωσε το θάνατο του ασθενή. δ. καθιστώ κτ. βέβαιο: Aυτό δεν μπορώ να το βεβαιώσω. 2. (παθ.) α. πείθομαι, σιγουρεύομαι για κτ. με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιον έλεγχο: Θέλω να βεβαιωθώ για την αλήθεια των όσων άκουσα. Δεν προχωρώ πριν να βεβαιωθώ πως όλα είναι εντάξει. β. διαπιστώνω κτ.: Bεβαιώθηκαν πολλές αγορανομικές / τροχαίες παραβάσεις. || (για χρηματικά ποσά): Tα κέρδη που βεβαιώθηκαν είναι μεγάλα. Bεβαιωμένοι φόροι. γ. εξακριβώνω κτ. ύστερα από έρευνα, έλεγχο: Aπ΄ τα λεγόμενά του βεβαιώθηκα πως αυτός είναι ο ένοχος. δ. επικυρώνω, πιστοποιώ: Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής.

[μσν. βεβαιώνω < αρχ. βεβαι(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βεβαιώνω· βεβαιώννω· βεβιώνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Στερεώνω, σιγουρεύω:
        • εβεβαίωσε ο Μουράτης την βασιλείαν του (Χρον. σουλτ. 5934
      • β) εξασφαλίζω κ. υπεύθυνα σε κάπ., κατακυρώνω:
        • ελευθεριά πρώτας να μασε δώσεις, σπίτια, ’κκλησιές και στάμενα να μασε βεβαιώσεις (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17420· Διάτ. Κυπρ. 50911
      • γ) επιδοκιμάζοντας κ. το κάνω σταθερό, έγκυρο:
        • Τοιαύτην βουλήν έκαμαν, όλοι την βεβαιώννουν (Θρ. Κύπρ. 701).
    • 2) Επικυρώνω:
      • εις την διαθήκην του βεβαιώννει την ελευθερίαν (Ασσίζ. 14919· Διγ. Άνδρ. 3888).
    • 3) Επιβεβαιώνω:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 1863).
    • 4) Εξακριβώνω:
      • να βεβαιώσει πλιότερα την πίστη της την τόση (Ερωτόκρ. Ε´ 711 κριτ. υπ).
    • 5) Διαβεβαιώνω:
      • εβεβαίωσαν τον αμιράν μετά όρκου να τονε πάρουσιν γαμβρόν (Διγ. Άνδρ. 3253· Χρον. Μορ. P 2307).
    • 6) Αποδέχομαι, εγκρίνω:
      • (Έκθ. χρον. 1124).
    • 7) (Αμτβ.) επαληθεύομαι:
      • Θωρείς τα εδά τα λόγια μου το πώς εβεβαιώσα; (Ερωτόκρ. Ε´ 1469).
  • II. (Μέσ.) σιγουρεύομαι για κ., πληροφορούμαι κ. με ακρίβεια και σιγουριά:
    • (Σουμμ., Ρεμπελ. 161
    • πως τόσους εθανάτωσες πώς να βεβαιωθούμεν; (Διγ. O 2484).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Σταθερός:
      • ο λόγος εκ το στόμα σου να είν’ βεβαιωμένος (Ιστ. Βλαχ. 1557).
    • 2) Βέβαιος, σίγουρος:
      • είσαι βεβαιωμένη, ψυχή μου, ότι φουσσάτα δύνομαι να πολεμήσω (Διγ. Άνδρ. 35518· Ιστ. πατρ. 15814).
    • 3) Εξασφαλισμένος:
      • (Διακρούσ. 9225).
    • 4) Ισχυρός, έγκυρος:
      • τα ’φίκια … τα ποία να είναι στερεωμένα και βεβαιωμένα (Μαχ. 31018).

[<βεβαιώ. Ο τ. βεβιώνω και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες