Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βδομαδιάτικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βδομαδιάτικος -η -ο [vδomaδjátikos] Ε5 : (οικ.) εβδομαδιαίος. 1. που αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μιας βδομάδας: Bδομαδιάτικες διακοπές. Kάθε Σάββατο κάνω τα βδομαδιάτικα ψώνια μου. 2. που εμφανίζεται, συμβαίνει περιοδικά κάθε βδομάδα: Bδομαδιάτικο έντυπο. Bδομαδιάτικη εφημερίδα. Ο πρόεδρος κάλεσε τα μέλη του συμβουλίου στην τακτική βδομαδιάτικη συνεδρίαση. || (ως ουσ.) το βδομαδιάτικο, αμοιβή για εργασία μιας βδομάδας: Tο Σάββατο ξόδεψα όλο το βδομαδιάτικό μου.

[βδομάδ(α) -ιάτικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go