Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βδελυρός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βδελυρός, επίθ.
  • Αχρείος, μισητός·
    • (εδώ σε χρ. ουσ. προκ. για το διάβολο):
      • (Εις Θεοτ. 67).

[αρχ. επίθ. βδελυρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βδελυρός -ή -ό [vδelirós] Ε1 : (λόγ.) που προξενεί αποστροφή, αηδία· σιχαμερός.

[λόγ. < αρχ. βδελυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες