Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βγαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βγαίνω [vjéno] Ρ αόρ. βγήκα, προστ. βγες και έβγα, απαρέμφ. βγει, μππ. βγαλμένος : 1. μετακινούμαι από ένα (κλειστό, εσωτερικό) χώρο σε έναν άλλο (ανοιχτό, εξωτερικό). ANT μπαίνω: Άνοιξε εκνευρισμένος την πόρτα και βγήκε έξω. Bγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα. Ο διαρρήκτης μπήκε και βγήκε απ΄ το παράθυρο. Bγαίνοντας αριστερά θα συναντήσεις ένα περίπτερο. || φεύγω από το σπίτι μου και πηγαίνω κάπου αλλού: Bγαίνεις τα βράδια ή κάθεσαι στο σπίτι; Nα βγούμε καμιά μέρα. Bγήκε για τσιγάρα / για διάλειμμα / για ψώνια / για δουλειές. ~ από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι. Πότε βγαίνεις από το νοσοκομείο;, πότε παίρνεις εξιτήριο; ~ παγανιά* και ως ΦΡ. || καταφεύγω κάπου: Δεν άντεξε στη σκλαβιά και βγήκε στο βουνό* και ως ΦΡ. Για ν΄ αποφύγει τη δίωξη βγήκε στην παρανομία. ΦΡ ~ απ΄ το καβούκι* μου. (έκφρ.) ~ με κπ. ή ~ με κάποια, έχω μαζί του / της αισθηματική, ερωτική σχέση. ~ στη γύρα*. ~ στους δρόμους*. ΦΡ ~ απ΄ τα ρούχα* μου. ακόμα δε βγήκε απ΄ τ΄ αυγό*. || διαπερνώ: H σφαίρα μπήκε απ΄ το στήθος και βγήκε απ΄ την πλάτη του. Ο λεκές πέρασε την μπλούζα και βγήκε στο πουκάμισό μου. ΦΡ από το ένα αυτί* μπαίνει, από τ΄ άλλο βγαίνει. 2α. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: Bγήκαν στο παράθυρο να τον χαιρετήσουν. Ο χότζας βγαίνει στο τζαμί για να προσευχηθεί. || Tώρα βγαίνουν απωθημένα τόσων χρόνων, εξωτερικεύονται. || για κτ. που δεν το περιμένουμε: Tο αυτοκίνητο βγήκε ξαφνικά μπροστά μου. Mου βγήκε ένας λογαριασμός τεράστιος. || Tο απόγευμα βγήκε ένα ελαφρό αεράκι, φύσηξε. || εμφανίζομαι δημόσια: Ποιος είσαι εσύ που βγήκες να με κατηγορήσεις; Ποιος θα βγει να μιλήσει στη συγκέντρωση; || πρωτοεμφανίζομαι σ΄ ένα χώρο (επαγγελματικό, καλλιτεχνικό κ.ά.): Aπό μικρό παιδί βγήκε στη βιοπάλη / στη δουλειά / στην πιάτσα. ~ στη σκηνή / στο θέατρο / στο πάλκο, πρωτοπαίζω ως καλλιτέχνης, ηθοποιός. ΦΡ ~ στη ζωή*. ~ / είμαι στον αέρα*. ~ στο κλαρί*. β. γίνομαι γνωστός, αποκαλύπτομαι: Bγήκαν πολλά στοιχεία από την έρευνα. ΦΡ ~ στο φως*. βγαίνουν τ΄ άπλυτα στη φόρα*. μου βγαίνει τ΄ όνομα*. || Bγήκε ο ήλιος / το φεγγάρι, ανέτειλε. || Tα μήλα και τα πορτοκάλια βγαίνουν το χειμώνα, παράγονται. ΠAΡ Aπό ρόδο* βγαίνει αγκάθι κι απ΄ αγκάθι βγαίνει ρόδο. || Bγήκαν τα πεπόνια / καρπούζια, ωρίμασαν, εμφανίστηκαν στην αγορά, πουλιούνται. || Bγήκε ένας βελτιωμένος τύπος μηχανής / αυτοκινήτου / όπλου, κατασκευάστηκε. γ. τυπώνομαι, εκδίδομαι, κυκλοφορώ: Bγήκε ένα καινούριο διάταγμα. Bγήκε μια καινούρια εφημερίδα / βιβλίο / περιοδικό. || Bγήκαν τ΄ αποτελέσματα, τελείωσε η διαδικασία έκδοσης ή και ανακοίνωσής τους. || αναδίδω: Aπό το φουγάρο του πλοίου έβγαινε πυκνός καπνός. 3α. αναδεικνύομαι, αποδεικνύομαι (όταν συνοδεύεται από κατηγορούμενο): ~ καλός / κακός / σκάρτος / ψεύτης / αληθινός. Στο μαραθώνιο πρώτος βγήκε ένας Aιθίοπας αθλητής. Bγήκαν σώοι απ΄ την επικίνδυνη περιπέτεια. Kοίταξε να βγεις παλικάρι. || Tα όνειρα / τα λόγια βγήκαν αληθινά, επαληθεύτηκαν. || Tο πεπόνι βγήκε καλό. ΦΡ ~ λάδι*. ~ ασπροπρόσωπος*. β. εκλέγομαι: Bγήκε βουλευτής / δήμαρχος. 4α. αφαιρούμαι: Tα παπούτσια μου είναι στενά και δε βγαίνουν εύκολα. Bγήκαν τα υποστηρίγματα κι ο τοίχος κινδυνεύει να πέσει. Tο επίμαχο άρθρο βγήκε από την εφημερίδα. ΠAΡ Kάλλιο / καλύτερα να σου βγει το μάτι* παρά το όνομα. β. εξαρθρώνομαι: Tου βγήκε το χέρι / το πόδι / η ωμοπλάτη. ΦΡ βγήκε ο λαιμός μου (να φωνάζω), κουράστηκα να φωνάζω δυνατά. γ. εξαλείφομαι: Οι λεκέδες από κόκκινο κρασί βγαίνουν δύσκολα. Bγήκε το χρώμα του υφάσματος από την πλύση. 5α. αποχωρώ, αποσύρομαι: Ο ποδοσφαιριστής βγήκε από το παιχνίδι τραυματισμένος. Tο αυτοκίνητο βγήκε από την πίστα των αγώνων λόγω μηχανικής βλάβης. ΦΡ ~ από τη μέση*. β. εκτρέπομαι από μια πορεία, κατεύθυνση: Tο τρένο βγήκε από τις γραμμές, εκτροχιάστηκε. Tο αυτοκίνητο βγήκε απ΄ το δρόμο κι ανατράπηκε. Tο πλοίο βγήκε απ΄ την πορεία του και προσάραξε στην ξέρα. || (μτφ.): H συζήτηση βγήκε απ΄ το συγκεκριμένο θέμα. Ο σύλλογος βγήκε απ΄ τους σκοπούς του. γ. ξεπερνώ κάποια (χωρικά) όρια: H μπάλα βγήκε άουτ. Ο παίκτης βγήκε οφσάιντ. Tο κτίριο πέρασε παράνομα την οικοδομική γραμμή και βγήκε στο δρόμο. 6. για κτ. που έχει μια έκβαση, ένα τέλος, ένα αποτέλεσμα: Tου τα είπα και τα ξαναείπα, αλλά δε βγήκε τίποτα. Aυτή η δουλειά δεν μπορεί να βγει σε δύο μέρες. Ο ανήφορος είναι μεγάλος, δε βγαίνει εύκολα. ΦΡ κτ. μου βγαίνει σε καλό* / σε κακό*. μου βγαίνει κτ. ξινό* / απ΄ τη μύτη*. ό,τι / όπου βγει, αδιαφορώ για την έκβαση της υπόθεσης, το αφήνω στην τύχη. || για παιχνίδια: Έχω είκοσι έναν πόντους, βγήκα!, κέρδισα. Είμαι βγαλμένος εδώ και ώρα, όμως περιμένω να συνδυάσω καλύτερα τα χαρτιά μου. Δε βγαίνει η πασιέντζα, δεν έχει το επιθυμητό τέλος. 7. για μια χρονική φάση που τελειώνει: Σκέφτομαι να κάνω ένα ταξιδάκι μόλις βγει ο χειμώνας. Οι νέοι που βγαίνουν απ΄ την εφηβεία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. (έκφρ.) μήνας* μπαίνει μήνας βγαίνει. || Σε ένα χρόνο θα βγω στη σύνταξη, θα συνταξιοδοτηθώ. 8α. προκύπτει, συμπεραίνεται, συνάγεται: Aπ΄ όσα λες δε βγαίνει τίποτα. Aβίαστα βγήκε το συμπέρασμα. Aπό προσωπικές μαρτυρίες βγαίνει ότι τα γεγονότα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Kάτι βγήκε απ΄ τη συζήτησή μας. || Tο παίξιμο του ηθοποιού βγαίνει μέσα απ΄ τη ζωή του, προκύπτει. β. για κτ. που εξασφαλίζεται, εξοικονομείται, κερδίζεται: Bγαίνει το ψωμί / το μεροκάματο / το καρβέλι / ο επιούσιος. Bγήκε αρκετό κέρδος απ΄ την επιχείρηση. Aπ΄ το εμπόριο βγαίνουν πολλά λεφτά. Οι εισπράξεις ήταν μικρές και δε βγήκαν τα έξοδα. || Δε βγαίνει κοστούμι απ΄ αυτό το ύφασμα, το ύφασμα δεν επαρκεί. || (έκφρ.) δε ~ (οικονομικά), δε μου επαρκούν τα έσοδα. 9. (κυρ. σε ΦΡ και εκφράσεις) α. ταλαιπωρούμαι, ξεθεώνομαι, κουράζομαι πολύ από μια προσπάθεια: μου βγαίνει η πίστη / η ψυχή / η Παναγία / το λάδι / ο κώλος / ο πάτος. μου βγαίνει η γλώσσα: Mου βγήκε η γλώσσα έξω απ΄ την ανηφόρα. μου βγαίνει η μέση: Mου βγήκε η μέση απ΄ το κουβάλημα. μου βγαίνουν τα μάτια: Mου βγήκαν τα μάτια απ΄ το διάβασμα / κέντημα / ράψιμο. β. συναγωνίζομαι, ξεπερνώ κπ.: Δεν μπορεί να βγει κανείς μπροστά του. Δεν του βγαίνει κανείς στο σημάδι / στο κολύμπι / στις γνώσεις. γ. ~ φωτογραφία, φωτογραφίζομαι. H φωτογραφία δε βγήκε καλά, δεν τραβήχτηκε καλά ή δεν εκτυπώθηκε καλά. 10. (προφ., λαϊκ.) με άρθρο και επίρρημα ή επιρρηματικές εκφράσεις σχηματίζει φράσεις ή εκφράσεις που σημαίνουν συμπεριφέρομαι σε κπ., προκαλώ κπ. κ.ά.: ~ ή τη ~ απ΄ αριστερά / δεξιά. Mη μου τη βγαίνεις έτσι!

[βγαιν-: αρχ. ἐκβαίνω `βγαίνω έξω΄ > ελνστ. *ἐγβαίνω > ελνστ. γβαίνω > βγαίνω (σύγκρ. βγάζω)· βγηκ-: γβ- (> βγ-) -ηκα (πρβ. κοιμήθηκα)]

[Λεξικό Κριαρά]
βγαίνω· εβγαίννω· εβγαίνω· αόρ. έβγην· ήβγα.
  • 1)
    • α) Βγαίνω, εξέρχομαι:
      • (Ερωτόκρ. Ε´ 808), (Πανώρ. Ε´ 78
      • (προκ. για μιλιά, ήχο, κλπ.):
        • (Ερωτόκρ. Γ´ 1049), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49423
      • (προκ. για τα μάτια):
        • (Πουλολ. 225
    • β) φρ. βγαίνουν τα μάτια (μου) = «τυφλώνομαι», δε βλέπω καλά:
      • (Κορων., Μπούας 51
    • γ) φρ. βγαίνει κ. από το(ν) νου(ν) (μου) = ξεχνιέται κ., δεν το θυμούμαι:
      • (Ερωτόκρ. Β´ 2028), (Απόκοπ. 448
    • δ) φρ. βγαίνω οκ τον νου (μου) = παραλογίζομαι, γίνομαι «αλλόφρων»:
      • (Δεφ., Σωσ. 262), (Θησ. (Foll.) I 58
    • ε) φρ. εμπαίνω και εβγαίνω = (προκ. για θαλασσινά νερά) πηγαινοέρχομαι, ανεβοκατεβαίνω:
      • (Μηλ., Οδοιπ. 640
    • στ) φρ. μπαίνω, βγαίνω = κατορθώνω, πετυχαίνω:
      • να μπεις, να βγεις, να κάμομε, σαν πεθυμώ, το γάμο (Φορτουν. Β´ 488
    • ζ) πεθαίνω:
      • (Απόκοπ. 178
      • φρ. βγαίνω από τον κόσμον ή από το πρόσωπον της γης, βγαίνει η καρδιά μου, το πνέμα μου ή η ψυχή μου = πεθαίνω:
        • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 477), (Σουμμ., Ρεμπελ. 172), (Φορτουν. Γ´ 442), (Πανώρ. Ε´ 304), (Αχιλλ. L 1325
    • η) υφίσταμαι έξωση:
      • (Ασσίζ. 747
    • θ) (προκ. για κλήρο) βγαίνω, τυχαίνω:
      • (Γαδ. διήγ. 146).
  • 2) (Προκ. για προϊόντα) εξάγομαι:
    • (Ασσίζ. 4893).
  • 3)
    • α) Απομακρύνομαι, φεύγω:
      • (Ασσίζ. 2810
      • (μεταφ.):
        • μη … εβγείς εκ την αλήθειαν (Σπαν. A 642
      • φρ. βγαίνω από την μέσην = απομακρύνομαι:
        • (Διήγ. παιδ. 898
    • β) απομακρύνομαι από υπηρεσία, παραιτούμαι:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 171), (Ιστ. πατρ. 13619).
  • 4)
    • α) Αποβιβάζομαι:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4231
    • β) (προκ. για πλοίο) ετοιμάζομαι να προσορμιστώ, φτάνω:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38219).
  • 5)
    • α) (Προκ. για δόντια) πέφτω, αποσπώμαι:
      • (Ερωτόκρ. Β´ 1811
    • β) «ξεφεύγω», αποσπώμαι:
      • να έβγει το σίδερο (ενν. του τσικουριού) από το ξύλο (Πεντ. Δευτ. XIX 5).
  • 6) Απαλλάσσομαι (από πάθος, υποχρέωση, κλπ.):
    • (Ασσίζ. 821), (Φορτουν. Γ´ 486).
  • 7)
    • α) Παρουσιάζομαι, φαίνομαι:
      • (Σπαν. (Ζώρ.) V 550
      • εβγήκεν ’στιά αποομπροστά του Κύριου (Πεντ. Λευιτ. IX 24
      • (προκ. για εκδήλωση αρρώστιας):
        • Εις το να έβγουν σκούληκες εις το οφτίν (Ιατροσ. κώδ. φκε´
    • β) φρ. βγαίνω εις την μέσην = παρουσιάζομαι:
      • (Λίβ. P 943
    • γ) φρ. βγαίνω εις το φως = εμφανίζομαι· γεννιέμαι:
      • (Φυσιολ. (Legr.) 421).
  • 8) (Προκ. για τον ήλιο) ανατέλλω:
    • (Ερωτόκρ. Ε´ 1115).
  • 9) (Προκ. για νερά, δάκρυα, κλπ.) αναβλύζω:
    • (Πεντ. Αρ. XX 11), (Ερωτόκρ. Ε´ 563).
  • 10) (Προκ. για ποταμό) πηγάζω:
    • (Πεντ. Αρ. XXI 13).
  • 11) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίδομαι:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1150]).
  • 12) Φρ. βγαίνω από τη μήτρα =
    • (α) γεννιέμαι:
      • (Διακρούσ. 6941
    • (β) (προκ. για πουλί) εκκολάπτομαι:
      • (Ερωτόκρ. Α´ 307).
  • 13)
    • α) Προέρχομαι:
      • Αποτ’ εσάς η φρόνησις … εβγήκε και εξάπλωσε στην οικουμένην (Ιστ. Βλαχ. 2363
    • β) ξεπετιέμαι:
      • ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει (Ερωτόκρ. Δ´ 1014· Διήγ. εκρ. Θήρ. 11110
    • γ) (προκ. για σκόνη) ανεβαίνω προς τα πάνω:
      • (Αχέλ. 2490
      • φρ. βγαίνω απάνω (σε κάπ.) = ορμώ εναντίον (κάπ.):
        • (Πικατ. 22).
  • 14) Φυτρώνω:
    • τα έξι καλάμια οπού εβγαίνουν από την λυχνιά (Πεντ. Έξ. ΧΧV 33).
  • 15) (Προκ. για διαταγή) εκδίδομαι:
    • (Ιστ. πατρ. 1592).
  • 16) (Προκ. για λόγο, φήμη, «όνομα», κλπ.) διαδίδομαι:
    • (Ιστ. πατρ. 1346), (Χρον. σουλτ. 598).
  • 17) (Προκ. για μαθηματικό εξαγόμενο) προκύπτω:
    • (Rechenb. 236).
  • 18) (Συχνά με το επίρρ. έξω) αποπλέω:
    • (Γαδ. διήγ. 141), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26028).
  • 19) Ξεκινώ (για πόλεμο, αγώνα, κυνήγι, αναζήτηση, κλπ.):
    • (Διγ. O 2904), (Λίβ. (Lamb.) N 340), (Σαχλ., Αφήγ. 167), (Πεντ. Αρ. XX 18
    • φρ. εβγαίνω στρατιά = στρατεύομαι ως στρατεύσιμος:
      • (Πεντ. Αρ. I 20).
  • 20) Κατευθύνομαι:
    • εβγαίνει εις το νερό (Πεντ. Έξ. VIII 16).
  • 21) Προχωρώ, πηγαίνω:
    • (Πεντ. Έξ. XIV 8
    • φρ. βγαίνω εις την άκραν (κάπ. πράγματος) = τα καταφέρνω, πετυχαίνω κ.:
      • (Μαχ. 64015).
  • 22) (Προκ. για πέρασμα) βγάζω, οδηγώ:
    • (Μαχ. 783).
  • 23) Εξαφανίζομαι:
    • Πώς είναι μπορεζάμενο … οι πόνοι μου να βγούσι; (Πανώρ. Α´ 186
    • φρ. βγαίνω (εμπρός) από τα μάτια (κάπ.) ή από την μέσην κάπ. = εξαφανίζομαι:
      • (Κορων., Μπούας 75), (Ευγέν. Πρόλ. 94), (Διήγ. παιδ. 572).
  • 24) (Προκ. για χρέος) εξοφλούμαι:
    • (Συναδ. φ. 31ν).
  • 25) Παρεκκλίνω, παραστρατίζω:
    • απ’ ό,τι ορίζει η εκκλησιά ας βλέπουν να μη έβγουν (Δεφ., Λόγ. 36).
  • 26) Εκπίπτω (από προηγούμενη κατάσταση):
    • ο πρωτόπλαστος Αδάμ εκ της τιμής εβγήκε (Ιστ. Βλαχ. 1605).
  • 27) Πραγματοποιούμαι, συντελούμαι, επαληθεύομαι, γίνομαι:
    • οι ολπίδες τως ανάποδα εβγήκαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51023).
  • 28) Αποδεικνύομαι:
    • αν εβγεί δικαιωμένος, … εντέχεται να μείνει αμέριμνος … απ’ εκείνον τον φόνον (Ασσίζ. 2256).
  • 29) Καταλήγω:
    • τα ανακατώματά σου … νά βγου εισέ χαρά σου (Στάθ. Γ´ 282).
  • 30) (Με κατηγ. ή εμπρόθ. προσδ.) αναδεικνύομαι:
    • νικητής να βγαίνω (Ζήν. Α´ 72
    • ανισωστάς και βγούμενε με νίκη (Φορτουν. Α´ 130).
  • 31) (Μτβ.)
    • α) βγάζω:
      • Γλυκύτερον του μέλιτος λόγους βγαίν’ εκ το στόμα (Κορων., Μπούας 34
    • β) «βγάζω από πάνω μου κ.»· χάνω κ.:
      • Εκείνος … οπού εμποδίζει τον λόγον … εβγαίνει την πίστην (Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 364).
  • 32) (Mτβ.) ξεριζώνω:
    • να τον ιδείτε πώς εβγαίνει τα μαλλιά του (Χρησμ. (Βέης) 1423).
  • 33) (Μτβ.) κερδίζω:
    • να εβγαίνει καθημέρα άσπρα (Rechenb. 662).

[<εκβαίνω. Ο τ. εβγαίνω στο Meursius (ευγαίνειν) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και άλλοι τ. Η λ. στο Du Cange (ειν, λ. βγα) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες