Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βγάλσιμο το [vγálsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βγάζω. ANT βάλσιμο: ~ δοντιού / χεριού / ποδιού / ματιού / καρφιού / αγκαθιού.
[βγαλ- (βγάζω) -σιμο]
[Λεξικό Κριαρά]
- βγάλσιμο το· εβγάλσιμο.
-
- (Θεολ.) απόρροια:
- Τα εβγαλσίματά του (ενν. του Αγίου Πνεύματος) είναι εξαρχής και άνωθεν (Χριστ. διδασκ. 23).
[<αόρ. του βγάνω + κατάλ. ‑σιμο. Ο τ. (‑ον) στο Somav. (ευγάλσιμον) και σήμ. ποντ. H λ. και σήμ.]
- (Θεολ.) απόρροια:



