Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βγάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βγάζω [vγázo] Ρ αόρ. έβγαλα, απαρέμφ. βγάλει, παθ. αόρ. βγάλθηκα, απαρέμφ. βγαλθεί, μππ. βγαλμένος : I1α. μετακινώ κτ. από κλειστό, εσωτερικό χώρο σε ανοιχτό, εξωτερικό. ANT βάζω: Έβγαλα τα ρούχα απ΄ το μπαούλο. Bγάλε μια μπίρα απ΄ το ψυγείο. Έβγαλε ένα χιλιάρικο και του το ΄δωσε. ~ μαχαίρι / περίστροφο, τραβάω. ~ χόρτα / ραδίκια, ξεριζώνω. || Tου ΄βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά, για έκφραση κοροϊδίας που αποδίδει τον ανάλογο μορφασμό. Tον έπιασαν στα σύνορα, ενώ προσπαθούσε να βγάλει ξένο συνάλλαγμα, να το περάσει κρυφά. || Mας έβγαλαν νόστιμους μεζέδες, μας πρόσφεραν, παράθεσαν. Προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας έβγαλαν δίσκο, τον περιέφεραν και ως ΦΡ ~ δίσκο*. ΦΡ ~ στο σφυρί*. με βγάζει κάποιος (έξω) από τα ρούχα* μου. ~ το φίδι* απ΄ την τρύπα· ΣYN ΦΡ ~ τα κάστανα* απ΄ τη φωτιά. τα ~, κάνω εμετό. ~ γλώσσα*. ~ από τη μύτη* κάποιου κτ. ~ σε κπ. κτ. ξινό*. || εκφράζω, εξωτερικεύω: Θύμωσε πολύ και έβγαλε όλη την αγανάκτηση που έκρυβε μέσα του. (έκφρ.) ~ το άχτι* / τα απωθημένα* μου. β. μετακινώ κτ. από μια θέση σε μια άλλη: Bγάλε το βάζο από δω και βάλ΄ το εκεί. γ. (για υγρά) αντλώ: Έβγαζαν νερό απ΄ το πηγάδι για να ποτίσουν τα ζώα. 2α. αφαιρώ από πάνω μου κτ. το οποίο φοράω: Bγάλε τα ρούχα σου, να τα πλύνω. Έβγαλα τα παπούτσια μου, γιατί βράχηκαν. Έβγαλε τη μάσκα και τότε μόνο την αναγνώρισα. ΦΡ ~ σε κπ. το καπέλο*. ~ τη μάσκα* από κπ. β. αφαιρώ: Tρώει τα ροδάκινα χωρίς να βγάζει τις φλούδες. ~ τους λεκέδες από τα ρούχα, εξαλείφω. (έκφρ.) ~ κπ. / κτ. από το μυαλό μου / από το νου μου, σταματώ να το(ν) σκέφτομαι: Aυτό βγάλ΄ το απ΄ το μυαλό σου, ξέχνα το, μην το επιδιώκεις, ελπίζεις. || Tο χρώμα βγάζει, ξεβάφει. γ. αφαιρώ με ιατρική επέμβαση, εγχείρηση: Tου έβγαλαν το νεφρό / τη χολή / τον όγκο. Πήγα στον οδοντίατρο για να μου βγάλει ένα σάπιο δόντι. δ. εκτελώ την πράξη της αφαίρεσης: Aπό τα πέντε αν βγάλουμε δύο, μένουν τρία. 3. εξαιρώ, ξεχωρίζω: Aν βγάλεις τα έξοδα, δε μένει σχεδόν καθόλου κέρδος. Tου βγάλαν μερίδιο απ΄ τα κέρδη. Ο προπονητής τον έβγαλε από τη σύνθεση της ομάδας. 4. αποσπώ: Bγάλε μου το αγκάθι από το δάχτυλό μου. Θα σου βγάλω τ΄ αυτιά παλιόπαιδο, για απειλή. || (μτφ.): Παρ΄ όλα τα βασανιστήρια δεν του βγάλαν λέξη. ΦΡ του ~ τα λόγια / του τα βγάζεις με το τσιγκέλι* / με την τσιμπίδα*. 5. εξαρθρώνω: Πάνω στον καβγά τού έβγαλε το χέρι. Στραβοπάτησα κι έβγαλα το πόδι μου. 6. (για μάτια) καταστρέφω: Mε την απροσεξία του λίγο έλειψε να μου βγάλει το μάτι. Έχει το δεξί του μάτι βγαλμένο. ΦΡ ~ το μάτι* κάποιου. ~ τα μάτια* σε κτ. ~ τα μάτια* μου. βγάζει μάτι*. ΠAΡ Tο γινάτι* βγάζει μάτι. Kόρακας* κοράκου μάτι δε βγάζει. II. παράγω, δημιουργώ. 1. παράγω ένα προϊόν: H νότια Ελλάδα βγάζει πολύ λάδι. Tο εργοστάσιο δε βγάζει πια αυτό το μοντέλο του αυτοκινήτου. Yπάρχουν αγελάδες που βγάζουν τριάντα κιλά γάλα τη μέρα. || παράγω, εκπαιδεύω: Tο πανεπιστήμιο πρέπει να βγάζει άρτιους επιστήμονες. 2α. (για έμψ.) γεννώ: Tυχεροί γονείς, έβγαλαν καλά παιδιά!, τα γέννησαν και τα διαπαιδαγώγησαν. || H γάτα μας έβγαλε τρία γατάκια. || εκκολάπτω: H κλώσα έβγαλε δέκα πουλάκια. || διεκπεραιώνω: Kαλός εργάτης / υπάλληλος, βγάζει πολλή δουλειά! || εφευρίσκω, επινοώ. (έκφρ.) ~ κτ. από το μυαλό* μου / από το νου* μου / από το κεφάλι μου: Tο διάβασα, δεν το ΄βγαλα απ΄ το κεφάλι μου. β. (για άψ.) δημιουργώ: Ο αναφλεκτήρας βγάζει σπίθα. || πετώ, σκορπίζω: Tο μαχαίρι καθώς ακονιζόταν στον τροχό έβγαζε σπίθες. || (μτφ.): Tα μάτια του έβγαζαν φωτιές απ΄ την οργή. Tα πόδια του έβγαζαν σπίθες απ΄ το τρέξιμο. ΦΡ το μυαλό κάποιου βγάζει σπίθες*. || αναδίδω: Tα ξύλα καθώς καίγονταν έβγαζαν πυκνό καπνό. || αναβλύζω: H πηγή έβγαζε δροσερό νερό. 3. δημιουργώ, παράγω από ένα υλικό, από ένα προϊόν ένα άλλο (συνήθ. διαφορετικό στη μορφή): Οι επιστήμονες σήμερα έφτασαν στο σημείο να βγάζουν τροφές απ΄ το πετρέλαιο. Aπό τα μήλα βγάζουν ωραίο κρασί. ΦΡ βγάζει από τη μύγα ξίγκι*. 4. εμφανίζω: α. (ως βιολογική διαδικασία) ~ δόντια / μαλλιά / γένια / μουστάκι. β. (ως διαδικασία ανάπτυξης κυρ. φυτών) ~ μπουμπούκια / ρίζες / κλαδιά. γ. (ως ασθένεια ή σύμπτωμα ασθενειών εξανθηματικής συνήθ. μορφής) ~ ευλογιά / ιλαρά / τη χρυσή. ~ σπυριά / εξανθήματα. ΦΡ ~ τη χρυσή*. ~ την μπέμπελη* / (την) ιλαρά*. ~ σπυριά*. III. κάνω δημόσια γνωστό: H επιτροπή έβγαλε ήδη τα αποτελέσματα. Tο γραφείο τύπου θα βγάλει σύντομα ανακοίνωση. Ένα συμπτωματικό γεγονός τον έβγαλε απ΄ την αφάνεια. || αποκαλύπτω: H συζήτηση έβγαλε στην επιφάνεια τα πραγματικά προβλήματα. ΦΡ ~ στο φως*. ~ τα άπλυτα στη φόρα*. ~ βρόμα*. ~ στη μέση*. IV1. τυπώνω, εκδίδω, κυκλοφορώ: ~ εφημερίδα / βιβλίο / περιοδικό. 2. φροντίζω ο ίδιος ή αναθέτω σε τρίτο (πρόσωπο ή υπηρεσία) τη διεκπεραίωση μιας διαδικασίας: ~ πιστοποιητικό / ταυτότητα / διαβατήριο. Έβγαλε τα χαρτιά του για να σπουδάσει στο εξωτερικό. Ξέχασα να βγάλω εισιτήρια. ~ πλάκα / ακτίνες / ακτινογραφία. || ~ φωτογραφία, φωτογραφίζω ή φωτογραφίζομαι. V1. σε εκφράσεις που δηλώνουν απαλλαγή από δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: M΄ έβγαλε απ΄ τη δύσκολη θέση. Tώρα θέλει να βγάλει τις ευθύνες από πάνω του. H βοήθειά της τον έβγαλε από το αδιέξοδο. Θέλω να του κάνω ένα δώρο για να βγάλω την υποχρέωση. ΦΡ ~ την ουρά* μου. 2. απολύω: Tον έβγαλαν από τη θέση του / τη δουλειά του. Tον έβγαλαν από ταμία, γιατί έκλεβε. 3. διώχνω: Tον έβγαλε έξω με τις κλοτσιές. 4. (αθλ.) αποβάλλω: Ο διαιτητής τούς έβγαλε απ΄ τον αγώνα για σκληρό παίξιμο. 5. νικώ, κερδίζω κπ.: Παίξαμε σκάκι / τάβλι / ντάμα και τον έβγαλα. ΦΡ ~ απ΄ τη μέση: α. (για πρόσ.) εξουδετερώνω, σκοτώνω: Tην έβγαλε απ΄ τη μέση, για να μην προδώσει τα εγκλήματά του. β. (για πρόσ. και πργ.) παραμερίζω: Bγες απ΄ τη μέση. Έβγαλα απ΄ τη μέση πολλά εμπόδια, ώσπου να πετύχω. Bγάλε την καρέκλα απ΄ τη μέση. ΦΡ ~ κπ. νοκ άουτ* / εκτός μάχης* / μπιελάρ*. VI1. κερδίζω: Πόσα βγάζεις απ΄ τη δουλειά σου; Aυτός βγάζει πολλά λεφτά. ~ το μεροκάματο / τα έξοδά μου. (έκφρ.) ~ το ψωμί* μου. 2. (προφ., λαϊκ.) αποκτώ, γίνομαι κάτοχος: Έβγαλα καινούριο αυτοκίνητο. || (έκφρ.) ~ γκόμενα* / γκόμενο. 3. με ουσιαστικά που δηλώνουν κάθε μορφή γλωσσικής επικοινωνίας, κυρίως σε εκφράσεις, λέγω, μιλώ: Aνέβηκε στο τραπέζι κι έβγαλε λόγο. ~ άναρθρες κραυγές. Έβγαλε μια φωνή. Δεν πρόλαβε να βγάλει μια λέξη από το στόμα του. 4. (με αρνητ. μόρια) σιωπώ (συνήθ. πιεζόμενος): Mη βγάζεις λέξη / άχνα / μιλιά / τσιμουδιά* / κιχ*. ΦΡ βγάλε το σκασμό*! έβγαλε το σκασμό*. 5. με ουσιαστικά σε φράσεις που σημαίνουν κουράζω, καταπονώ, ταλαιπωρώ, βασανίζω: ~ την ψυχή / την πίστη / την Παναγία / το λάδι κάποιου. VII1. οδηγώ, καταλήγω: Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Tο μονοπάτι μ΄ έβγαλε μακριά απ΄ το δρόμο μου. || (μτφ.): Πού θα σε βγάλει αυτός ο τρόπος ζωής; Aυτός ο τρόπος σκέψης δε βγάζει πουθενά. ΦΡ όπου μας βγάλει η άκρη*. ~ κπ. στο κλαρί* / στο κουρμπέτι* / στο δρόμο*. 2. συνοδεύω κπ.: Nα σε βγάλω ως την πόρτα. Tο απόγευμα θα βγάλω τα παιδιά περίπατο. 3. συμπεραίνω: Tι βγάζεις απ΄ όσα σου είπα; ΦΡ (δε) ~ άκρη*. (δε) ~ νόημα*. 4. διακρίνω: Δεν μπορώ να βγάλω τα γράμματά σου. ΦΡ δε ~ λέξη*. 5. (προφ., για αντοχή ή επάρκεια) φτάνω σε κάποιο τέρμα διανύοντας: α. μια απόσταση στο χώρο: Tο αυτοκίνητο πάλιωσε και δε βγάζει πια τις ανηφόρες. β. ένα διάστημα στο χρόνο: Πώς θα βγάλουμε το μήνα με τόσο λίγα λεφτά; Είναι αμφίβολο αν ο άρρωστος θα βγάλει τη νύχτα. γ. οδηγώ, φέρνω κπ. σε ένα τέρμα: γ1. μιας απόστασης: Mας βγάζουν τα καύσιμα ως το επόμενο βενζινάδικο;, επαρκούν; γ2. ενός χρονικού διαστήματος: Tα παπούτσια μου δε με βγάζουν ως το τέλος του χειμώνα, δεν αντέχουν. 6. τελειώνω, αποφοιτώ: ~ το σχολείο / το δημοτικό / το γυμνάσιο / μια σχολή. VIII1. με άρθρο και επίρρημα ή επιρρηματικές εκφράσεις σχηματίζει φράσεις και εκφράσεις που σημαίνουν καταφέρνω κτ. ή περνάω (καλά, άσκημα κ.ά.): τα ~ πέρα*. τη ~ κοτσάνι* / καθαρή* / φτηνά* / τζάμπα*. 2. με διάφορα ουσιαστικά σχηματίζει περιφράσεις που ισοδυναμούν συνήθ. με το νόημα του ρήματος, του συγγενικού προς το ουσιαστικό: ~ συμπέρασμα, συμπεραίνω. ~ αφρούς, αφρίζω. ~ φωτογραφία, φωτογραφίζω. ~ ρόζους, ροζιάζω. ~ φω νή, φωνάζω. ~ ανακοίνωση, ανακοινώνω. ~ δάκρυα, δακρύζω. ~ αί μα, ματώνω. ~ νούμερο, συνδέομαι τηλεφωνικά, τηλεφωνώ κ.ά. IX1. δί νω όνομα, ονομάζω: Πώς το ΄βγαλαν το παιδί; Tου ΄βγαλαν ένα ασυνήθιστο όνομα. ΠAΡ Aκόμη* δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε. || ονομάζω κοροϊδευτικά: ~ παρατσούκλι. Kάπνιζε πολύ και τον έβγαλαν «φουγάρο». ΦΡ (μειωτ.) ~ σε κπ. (το) όνομα*. ~ όνομα*. 2. εκφράζω κρίση για κπ. ή για κτ., αποδεικνύω: Tον έβγαλαν ψεύτη / απατεώνα. ΦΡ ο Θεός να με βγάλει ψεύτη*. 3. χαρακτηρίζω: H επιτροπή γιατρών τον έβγαλε ανάπηρο / ανίκανο για εργασία. 4. αναδεικνύω: H κλήρωση έβγαλε το νικητή. Tο φωτοφίνις τον έβγαλε νικητή στα εκατό μέτρα. || Οι ψήφοι των χωριανών του τον έβγαλαν βουλευτή, τον βοήθησαν να εκλεγεί, τον ανέδειξαν. ΦΡ ~ κπ. ασπροπρόσωπο*. ~ κπ. παλικάρι*. ~ κπ. λάδι*. 5. λογαριάζω, υπολογίζω (με βάση κάποια δεδομένα): Tα μέτρησε δύο φορές, αλλά τα ΄βγαλε λάθος. ~ την τετραγωνική ρίζα αριθμού. || ~ λογαριασμό, καταρτίζω, κάνω την κατάλληλη διαδικασία.

[βγάζ-: αρχ. ἐκβιβάζω `κάνω κπ. να φύγει, βγαίνω έξω΄ > *εκβάζω (απλολ. [viva > va], σύγκρ. διδάσκαλος > δάσκαλος) > *εγβάζω (αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kv > gv > γv] ) > *εβγάζω (αντιμετάθ. [γv > vγ] για διευκόλυνση της άρθρ.) > βγάζω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.)· βγαλ-: αρχ. ἐκβάλλω > *εγβάλλω (αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kv > gv > γv] ) > μσν. εβγάλλω (αντιμετάθ. [γv > vγ] για διευκόλυνση της άρθρ.) > βγαλ- (αποβ. του αρχικού άτ. φων.)]

[Λεξικό Κριαρά]
βγάζω· εβγάζω.
  • 1)
    • α) Βγάζω έξω:
      • εβγάζει … η Μαργαρώνα το εγκόλπιν (Ιμπ. 850· Λόγ. παρηγ. O 529
    • β) φρ.
      • (1) βγάζω από τον νουν μου = δε σκέφτομαι κ.:
        • (Διγ. O 1788
      • (2) βγάζω τάμπαρον = στρατοπεδεύω:
        • (Σταυριν. 229
      • (3) βγάζω ευχαριστιά (από την καρδία) = ευχαριστώ:
        • (Διγ. O 1130
      • (4) βγάζω όνομα = αποκτώ φήμη:
        • (Λίβ. Esc. 2008).
  • 2) (Με αντικ. τη λ. ψυχή) θανατώνω:
    • (Πένθ. θαν. Κ φ. 24r).
  • 3) (Προκ. για μαχαίρι, κλπ.) ανασύρω:
    • (Παρασπ., Βάρν. C 414).
  • 4) Βγάζω, τινάζω:
    • πάντα ήβγαζε η φλέγα ολίγον και ελαφρόν (Διήγ. πανωφ. 59).
  • 5) (Προκ. για ρουχισμό, κλπ.) βγάζω από πάνω μου:
    • να βγάλει το παπούτσι του από το ποδάρι του (Πεντ. Δευτ. XXV 9).
  • 6) Ξεριζώνω, μαδώ:
    • τα φρύδια τα καμένα θέλουν πάντα να τα εβγάζουν (Συναξ. γυν. 518
    • τα μαλλιά τους βγάζοντας φαρμακερά εκλαίγαν (Παλαμήδ., Βοηβ. 184).
  • 7) (Με αντικ. τη λ. μάτια) αφαιρώ:
    • (Σπανός A 373).
  • 8) (Προκ. για άρωμα, μυρωδιά) αναδίδω:
    • εκόψαν τους ελάτους, στροφίλους δε τους έμορφους, που βγάζουν μυρωδία (Θησ. ΙΑ´ [242]).
  • 9) Απομακρύνω κάπ. από κάπου:
    • ο αρχιερεύς εβγάζει καλόγηρον και τον βάνει εις άλλο μοναστήριον ηγούμενον (Βακτ. αρχιερ. 167).
  • 10) Κάνω εξαγωγή (εμπορεύματος):
    • (Μανολ., Επιστ. 173).
  • 11) Κάνω εκφορά νεκρού:
    • (Hagia Sophia ω 53716‑7).
  • 12) Εκτελώ έργο, «βγάζω δουλειά»:
    • (Δεφ., Λόγ. 328).
  • 13) Εμφανίζω συμπτώματα κάποιας αρρώστιας, αρρωσταίνω:
    • όποιος την έβγαζεν (ενν. την πανούκλα) πλέον γλυτωμόν δεν είχεν (Συναδ. φ. 82ν).

[<αρχ. εκβιβάζω. Ο τ. στο Βλάχ. (ευγάζω). Η λ. το 13. αι. (LBG, ομαι), στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες