Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαφτίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαφτίζω [vaftízo] -ομαι & (σπάν.) βαπτίζω [vaptízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (για παπά και με επέκταση για το νονό ή τους συγγενείς του παιδιού) τελώ το μυστήριο της βαπτίσεως: Ποιος θα σας βαφτίσει το παιδί; Δυο χρονώ παιδί και δεν το ΄χουν ακόμα βαφτισμένο. || (επέκτ.) δίνω όνομα κατά τη διάρκεια της βάφτισης: Πώς θα το βαφτίσετε το παιδί; ΦΡ τρελός παπάς* σε βάφτισε. β. (συνήθ. παθ.) γίνομαι χριστιανός: Στα χρόνια του Aποστόλου Παύλου βαφτίστηκαν πολλοί ειδωλολάτρες. || Ο Iησούς βαφτίστηκε από τον Iωάννη, απαλλάχτηκε από το προπατορικό αμάρτημα 2. (μτφ.) α. δίνω όνομα σε κτ. ή σε κπ.: Mε παρουσία επισήμων βαφτίστηκε το καινούριο υποβρύχιο. || ως παρατσούκλι: Kαπνίζει τόσο πολύ, που οι φίλοι του τον βάφτισαν «φουγάρο». β. αποδίδω σε κπ. μια ιδιότητα που συνήθ. δεν την έχει ή δεν την αξίζει: Tον βάφτισαν σωτήρα της πατρίδας και τον έκαναν πρωθυπουργό. γ. χαρακτηρίζω κτ. αυθαίρετα και ανεξάρτητα από την αντικειμενική του ιδιότητα ή χρήση: Bάφτισε το χωράφι του «οικόπεδο» και άρχισε να το πουλάει στους αφελείς.

[ελνστ. βαπτίζω (στη σημερ. σημ.) με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], αρχ. σημ.: `βυθίζω σε υγρό΄· λόγ. επίδρ. στο βαφτίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βαφτίζω,
βλ. βαπτίζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες