Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βατώδης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βατώδης, επίθ.
  • (Προκ. για τόπο) που είναι κατάφυτος με βάτους:
    • (Ιερακοσ. 4525).

[μτγν. επίθ. βατώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go