Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βατσίνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βατσίνα η [vatsína] Ο25 : (προφ.) το εμβόλιο κατά της ευλογιάς· δαμαλισμός. || (επέκτ.) το σημάδι που αφήνει στο δέρμα ο εμβολιασμός.

[βεν. vacina (ιταλ. vaccina)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go