Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βατσέλι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βατσέλι το· βατσέλιν.
  • α) Λεκάνη:
    • βατσέλιν αργυρόν, χρυσόν περιχυστάριν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 375
  • β) ?δίσκος:
    • σ’ ένα βατσέλι παίρνου της χώρας όλα τα κλειδιά κι εις του πασά τα φέρνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17519).

[<παλαιότ. ιταλ. vascèllo (βλ. DEI, στη λ.2). Η λ. στο Meursius (βατζέλη) και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go