Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βατήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βατήρας ο [vatíras] Ο2 : είδος ξύλινου συνήθ. βάθρου, στο οποίο πατούν οι αθλητές ορισμένων αγωνισμάτων, για να πάρουν την απαραίτητη ώθηση: ~ αλμάτων / καταδύσεων.

[λόγ. < αρχ. βατήρ, αιτ. -ῆρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go