Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βατ
35 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βατ το [vát] Ο (άκλ.) : μονάδα μέτρησης ηλεκτρικής ισχύος.

[λόγ. < αγγλ. watt (ορθογρ. δαν.) < ανθρωπων. (James) Watt (Σκοτσέζος μηχανικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάτα η [váta] Ο25 : λεπτό στρώμα από βαμβάκι ή από άλλο υλικό για την εσωτερική ενίσχυση των ρούχων, συνήθ. στους ώμους: Zακέτα / φόρεμα με βάτες.

[βεν. ovata (ιταλ. ovatta) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ή μέσω του γερμ. Watt(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάτεμα το [vátema] Ο49 : (λαϊκότρ.) (για αρσ. ζώο) το ζευγάρωμα με το θηλυκό, η οχεία.

[βατεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βατερλό το [vaterló] Ο (άκλ.) : χαρακτηρισμός ήττας, αποτυχίας μεγάλης έκτασης, που συνεπάγεται ολοκληρωτική καταστροφή για τον ηττημένο, πανωλεθρία: Οι πρόσφατες εκλογές ήταν το ~ της πολιτικής του σταδιοδρομίας.

[λόγ. < γαλλ. τοπων. Waterloo (πόλη του Βελγίου κοντά στην οποία ηττήθηκε τελειωτικά ο Nαπολέοντας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βατεύω [vatévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) (για αρσ. ζώο) ζευγαρώνω με το θηλυκό, οχεύω: Bατεμένη φοράδα.

[ελνστ. βατεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
βατεύω.
  • (Με αντικ. θηλ. ζώο) οχεύω, «πηδώ»·
    • (εδώ προκ. για πρόσωπο):
      • την κοπελιά μου μου εβάτευε αφέντης σου τόσο καιρό χωστά μου; (Στάθ. Γ´ 274).

[μτγν. βατεύω. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βατζάρω,
βλ. αβαντζάρω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βατήρας ο [vatíras] Ο2 : είδος ξύλινου συνήθ. βάθρου, στο οποίο πατούν οι αθλητές ορισμένων αγωνισμάτων, για να πάρουν την απαραίτητη ώθηση: ~ αλμάτων / καταδύσεων.

[λόγ. < αρχ. βατήρ, αιτ. -ῆρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βατίστα η [vatísta] Ο25 : είδος λεπτού, βαμβακερού υφάσματος.

[λόγ. επίδρ. στη λ. μπατίστα < ιταλ. batista]

[Λεξικό Κριαρά]
βατοκλαδοκρυβούμαι.
  • Κρύβομαι πίσω από κλαδιά βάτου:
    • (Παρασπ., Βάρν. C 190).

[<ουσ. βατόκλαδα + κρυβούμαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες