Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαστάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βαστάρω.
  • Ενισχύω, ενδυναμώνω·
    • φρ. (με) βαστάρει η ψη/ο νους (μου) = αντέχω:
      • (Φορτουν. Α´ 128), (Ζήν. Α´ 269).

[<συμφ. βαστώ και ιταλ. bastare (βλ. Battaglia, στη λ. 4· πβ. Somav. II, στη λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες