Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βασιλόπουλος ο· βασιλιόπουλος.
-
- Βασιλόπουλο:
- (Χρον. σουλτ. 1049).
[<ουσ. βασιλιάς + κατάλ. ‑πουλος. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Βασιλόπουλο: