Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασιλοπούλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασιλοπούλα η [vasilopúla] Ο25α : (οικ.) νεαρή κόρη βασιλιά: Tην κόρη τους την ανάθρεψαν σαν ~.

[μσν. βασιλοπούλα < βασιλ(ιάς) -οπούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
βασιλοπούλα η· βασιλιοπούλα.
  • Κόρη βασιλιά:
    • (Διγ. Άνδρ. 32927
    • (μεταφ. προκ. για την Κωνσταντινούπολη):
      • (Θρ. Κων/π. B 29).

[<ουσ. βασιλιάς + κατάλ. πούλα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες