Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασιλομήτωρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασιλομήτωρ η [vasilomítor] Ο γεν. βασιλομήτορος : (λόγ.) η μητέρα του βασιλιά.

[λόγ. βασιλο- 1 + αρχ. -μήτωρ (θ. του ουσ. μήτηρ δες στο μητέρα) κατά το Θεομήτωρ μτφρδ. αγγλ. queen mother]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες