Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βασιλεύς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασιλεύς ο [vasiléfs] Ο : (λόγ.) α. βασιλιάς. ΦΡ βασιλικότερος του βασιλέως, για κπ. που πλειοδοτεί, που υπερβάλλει σε ζήλο. β. (εκκλ.) Ο ~ των βασιλέων, ο Xριστός.

[λόγ.: α: αρχ. βασιλεύς· β: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βασιλεύς ο· βασιλέας· βασιλεύ.
  • 1) Βασιλιάς:
    • (Καλλίμ. 2095
    • (μεταφ.):
      • Τον βασιλέα των μηνών τις βουληθείη λέγειν; (Διγ. Z 2748
      • Έρως παρών ο βασιλεύς (Καλλίμ. 763
    • (προκ. για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου):
      • (Έκθ. χρον. 264
    • (προκ. για το σουλτάνο):
      • (Αχέλ. 44).
  • 2) (Προκ. για το Θεό):
    • ο βασιλεύς της δόξης (Χρον. Μορ. H 1224
    • τον πάντων βασιλέα (Φλώρ. 563
    • βασιλέα τ’ ουρανού (Θυσ. 33).

[αρχ. ουσ. βασιλεύς. Ο τ. έας στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ., καθώς και η λ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go