Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βασανιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασανιστής ο [vasanistís] Ο7 θηλ. βασανίστρια [vasanístria] Ο27 : αυτός που κακοποιεί σωματικά, που υποβάλλει κπ. σε βασανιστήρια, μαρτύρια: Kαταδικάστηκαν γνωστοί βασανιστές, που έδρασαν επί δικτατορίας.

[λόγ. < αρχ. βασανιστής, βασανίστρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go