Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βασίλεμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασίλεμα το [vasílema] Ο49 : ΣYN δύση. 1. η δύση των άστρων και ιδίως του ήλιου: Tο ~ (του ήλιου) μάς βρήκε στο δρόμο. || η ώρα της δύσης: Ήρθε κατά το ~. ΦΡ το ~ των ματιών, το κλείσιμο των ματιών από νύστα ή κούραση. 2. η δύση3: H φήμη του βρίσκεται πια στο βασίλεμά της.

[μσν. βασίλεμα < βασίλευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < βασιλεύ(ω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
βασίλεμα το,
βλ. βασίλευμα.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go