Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρυγγωμώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βαρυγγωμώ· βαρυγωμώ· μτχ. παρκ. βαρυγωμισμένος.
  • Α´ (Αμτβ.) δυσανασχετώ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [268]).
  • Β´ (Μτβ.) αγανακτώ εναντίον κάπ.:
    • (αυτ. Α´ [30]).
  • Η μτχ. παρκ. βαρυγωμισμένος ως επίθ. = που δυσανασχετεί, δύσθυμος:
    • (αυτ. Δ´ [842]).

[<βαρυγνωμώ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (νεότ. γρ. γκο‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες