Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρυβρέμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βαρυβρέμων, επίθ.
  • (Προκ. για ζώο) που βρυχάται δυνατά:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 308).

[<βαρυ‑ + βρέμω. Η λ. το 10. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες