Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρονία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρονία η [varonía] Ο25 : 1. φέουδο, κτήματα που ανήκουν σε βαρόνο. 2. το σύνολο των βαρόνων μιας χώρας και γενικότερα η αριστοκρατία.

[λόγ. < ιταλ. baron(ia) ή γαλλ. baronn(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go