Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρκάρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρκάρης ο [varkáris] Ο11 θηλ. βαρκάρισσα [varkárisa] Ο27 : ο ιδιοκτήτης, ο κυβερνήτης βάρκας: Ο ~ μάς νοίκιασε τη βάρκα του για μια βόλτα. || Bρίζει σαν ~, βαριά, χυδαία.

[μσν. βαρκάρης < βάρκ(α) -άρης· βαρκάρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go